αξόνι

αξόνι
κ. -ιο, το (Μ ἀξόνιον)
1. μικρός άξονας
2. το πλατύ ξύλο που συνδέει την άμαξα με τον ζυγό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄξονι — ἄξων axle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”